- οιδαίν
- οἰδαίνω και οίδάνω (ΑΜ)(κυριολ. και μτφ.)1. κάνω κάτι να αυξηθεί σε όγκο, να διογκωθεί, φουσκώνω, εξογκώνω2. εξογκώνομαι, πρήζομαι (α. «καλέσας αὐτὸν Οἰδίποδα διὰ τὸ οἰδάνειν τοὺς πόδας αὐτοῡ», Μαλάλ. β. «ὅς τε [χόλος] καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον», Ομ. Ιλ.)αρχ.μτφ. (ενεργ. και παθ.) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό («ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ].
Dictionary of Greek. 2013.